Ἡφαίστειος

Ἡφαίστειος
Ἡφαίστειος
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ηφαίστειος — α, ο (Α Ἡφαίστειος, εία, ον) νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ηφαίστειο, ο ηφαιστειακός («ηφαίστεια λάβα») 2. το ουδ. ως ουσ. το ηφαίστειο α) η επιφανειακή απόληξη ενός εκτεταμένου υπόγειου συστήματος μέσω τού οποίου διοχετεύεται το… …   Dictionary of Greek

  • Ἡφαιστείων — Ἡφαίστειος fem gen pl Ἡφαίστειος masc/neut gen pl Ἡφαιστεῖον temple of Hephaestus neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἡφαιστείως — Ἡφαίστειος adverbial Ἡφαίστειος masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἡφαίστειον — Ἡφαίστειος masc acc sg Ἡφαίστειος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἡφαιστείοις — Ἡφαίστειος masc/neut dat pl Ἡφαιστεῖον temple of Hephaestus neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἡφαιστείου — Ἡφαίστειος masc/neut gen sg Ἡφαιστεῖον temple of Hephaestus neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἡφαιστείους — Ἡφαίστειος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἡφαιστείῳ — Ἡφαίστειος masc/neut dat sg Ἡφαιστεῖον temple of Hephaestus neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἡφαίστεια — Ἡφαίστειος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηφαίστειο — Στην πιο απλή του έκφραση, το η. είναι μια σχισμή του φλοιού της Γης που επικοινωνεί με μια βαθιά μαγματική ζώνη. Υπό ορισμένες συνθήκες η σχισμή αυτή επιτρέπει την έξοδο ρευστού ή στερεού υλικού υψηλής θερμοκρασίας. Συνήθως ένα μέρος του υλικού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”